- περιβάλλων
- περιβάλλωthrow roundpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίδρομος — εὐπερίδρομος, ον (ΑΜ) αυτός που περιβάλλεται ή περιφρουρείται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί δρομος «ο περιβάλλων»] … Dictionary of Greek
κρασπεδώνω — (Α κρασπεδῶ, όω) [κράσπεδον) περιβάλλων κάτι με κράσπεδο νεοελλ. κατασκευάζω κράσπεδο … Dictionary of Greek
χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
θερμοβαθμίδα — Η βαθμίδα της θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή η μεταβολή της θερμοκρασίας μιας μάζας αέρα ανά μονάδα μήκους. Η θ. θεωρείται ως άνυσμα κάθετο στις ισόθερμες και με φορά από τις υψηλές προς τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διακρίνονται οι εξής … Dictionary of Greek
περιβάλλω — περιβάλλω, περιέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: περιβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα απαντάται ως επίθετο (ο περιβάλλων χώρος) ή ως ουσιαστικό (το περιβάλλον) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής